- γουρλής
- -λού και -λίδισσα, -λίδικοαυτός που φέρνει γούρι, ευοίωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğurlu].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουρλής — ο θηλ. ού αυτός που φέρνει γούρι, τυχερός (αντίθ. γουρσούζης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουρλίδικος — και γουρλίτικος, η, ο [γουρλής] ο γουρλής … Dictionary of Greek
καλόπραγος — η, ο 1. αυτός που πράττει τα καλά, τα δίκαια, που έχει καλούς τρόπους 2. αυτός που φέρνει το καλό, τυχερός, γουρλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πραγος (< πράττω), πρβλ. πολύ πραγος] … Dictionary of Greek
γουρλίδικος — η, ο ο γουρλής: Το προποτζίδικο της γειτονιάς μου είναι γουρλίδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουρσούζης, -α, ικο — και γρουσούζης, α, ικο αυτός που έχει ή φέρνει κακοτυχία (αντίθ. γουρλής):Το αυτοκίνητο που αγόρασα ήταν γουρσούζικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χερικό — το 1. φρ., «Kάνω χερικό», κάνω την πρώτη αρχή εργασίας, πώλησης κ.ά. 2. φρ., «Έχω καλό (κακό) χερικό», είμαι (ή δεν είμαι) γουρλής. 3. φρ., «Tου βάζω χερικό», αρχίζω να τον κατασπαταλώ, ή αρχίζω να τον δέρνω ή να τον βρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)